Πέμπτη 30 Αυγούστου 2012

Η Ιστορία του Ναού

Ο Ναός του Αγίου Αιμιλιανού, Λόφου Σκουζέ, αναγνωρίστηκε δια νόμου το έτος 1935 ως ενοριακός της Αρχιεπισκοπής Αθηνών. Προηγουμένως ήταν παρεκκλήσι του παρακείμενου Ενοριακού Ναού του Οσίου Μελετίου Σεπολίων. Η προαγωγή του παρεκκλησίου σε ενοριακό Ναό, έγινε διότι αυξήθηκαν οι οικοδομές γύρω του Λόφου.

Ο παλιός μικρός πρώτος Ναός, γνωστός ως "παράγκα", ήταν πρόχειρο κατασκεύασμα (από ξύλο ελιάς και πεύκου) και βρισκόταν στο χώρο του σημερινού κήπου, κατά μήκος της βόρειας πλευράς. Αργότερα υπέστη επέκταση κατά μήκος με πλίνθους. Ο απλός αυτός Ναός χρησίμευσε για τις λειτουργικές ανάγκες των ενοριτών, μέχρι το έτος 1947.


Σήμερα, ο μοναδικός υπάρχον Ναός είναι στην ουσία ο δεύτερος Ναός. Είναι τρισυπόστατος (Άγιος Αιμιλιανός, Αγία Αικατερίνη, Αγία Τριάς), σταυρεπίστεγος με τρούλο. Οι δύο μεγάλοι τοίχοι -βόρειος και νότιος- είναι παράλληλοι, και με τους δύο άλλους -ανατολικό και δυτικό- σχηματίζουν σχήμα ορθογώνιου παραλληλεπιπέδου.

Ο Ιερός Ναός Αγίου Αιμιλιανού θεμελιώθηκε στις 3 Μαϊου του 1953. Για την ανέγερσή του πρέπει να θεωρηθεί σπουδαίος οικονομικός παράγοντας ο Σύλλογος Κυριών και Δεσποινίδων "ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΣ" του οποίου ιδρυτής υπήρξε ο Πρωθιερέας Εμμανουήλ Σαρρής (ειδική πλάκα είναι αναρτημένη στο μπροστινό μέρος του Ναού). Αλλά κυρίως το "θαύμα" τους έκαναν η δραχμή και οι δωρεές των ευσεβών και ανώνυμων Χριστιανών.

Τα εγκαίνια του Ιερού Ναού του Αγίου Αιμιλιανού τελέστηκαν στις 23 Μαϊου του 1976 (Κυριακή της Σαμαρείτιδας) και λειτούργησε ο Επίσκοπος Δέρβης Κοσμάς συλλειτουργούντων των ιερέων Αναστασίου Παπασωτηρίου (πρωθιερέας), Γεωργίου Σπανού, Νικολάου Κονδύλη, Γεωργίου Χριστοπούλου, Αναργύρου Αργυρού και Διακόνου Ισιδώρου Κουντούρη. Πλήθος κόσμου παρακολούθησε την ακολουθία των εγκαινίων. Σεμνή, συγκινητική, ιερή, ιστορική. Οι μεν ζώντες γεύτηκαν τους καρπούς των κόπων τους, οι δε ψυχές των τεθνεώτων αγαλλίασαν.


Ύστερα από 23 χρόνια το όνειρο έγινε πραγματικότητα. Αυτό το διάστημα δε μπορεί να θεωρηθεί μεγάλο, αν ληφθεί υπ'όψη το γεγονός πως  μοναδικός οικονομικός πόρος της οικοδομήσεως, υπήρξαν οι εισφορές των απλών πιστών. 


Ο Βίος του Αγίου Αιμιλιανού

Ο Άγιος Αιμιλιανός καταγόταν από το Δορύστολο, πόλη της Μοισίας της Θράκης. Έζησε τον 4ο αιώνα μ.Χ. και μαρτύρησε στα χρόνια της βασιλείας του Ρωμαίου αυτοκράτορα Ιουλιανού του Παραβάτη.

Ήταν δούλος ενός σκληρού και φανατικού ειδωλολάτρη. Σεβόταν και αγαπούσε το Χριστό, πιστεύοντας σε Αυτόν ως τον αληθινό Θεό, ενώ αποστρεφόταν τα είδωλα και όσους πίστευαν σε αυτά.

Κατά το διάστημα της βασιλείας του Ιουλιανού του Παραβάτη αρκετοί Χριστιανοί διώχθηκαν και μαρτύρησαν, αφού ο ίδιος ήταν πολύ επηρεασμένος από τη κλασική παιδεία και τον ενοχλούσε η ραγδαία εξάπλωση του Χριστιανισμού, σε αντίθεση με τον προκάτοχό του Κωνστάντιο Β΄ ο οποίος τον υποστήριξε εμφανώς.

Όταν ο κύριος του Αγίου Αιμιλιανού πληροφορήθηκε πως ο δούλος του πίστευε στο Χριστό, εξοργίστηκε και τον βασάνισε λέγοντάς του πως θα ακολουθήσουν χειρότερα για αυτόν αν εξακολουθήσει να συναναστρέφεται με Χριστιανούς. Όμως οι τιμωρίες και οι απειλές φλόγισαν σφοδρότερα τη πίστη του Αγίου. Την επόμενη μέρα εξήλθε από το σπίτι τού κυρίου του κρατώντας ένα σφυρί, κατευθύνθηκε προς τον ειδωλολατρικό ναό και έκανε κομμάτια όλα τα είδωλα. 

                                     
  
Ο έπαρχος Καπετωλίνος πληροφορήθηκε σχετικά με το συμβάν και μη γνωρίζοντας τους υπεύθυνους της καταστροφής των ειδώλων, άρχισε έναν φοβερό διωγμό και σφαγές για να εκδικηθεί την ασέβεια εναντίον των θεών. Ο Άγιος βλέποντας ότι βασανίζονταν αθώοι για το συμβάν, παρουσιάστηκε ενώπιον ιερέων και λοιπών ειδωλολατρών και ομολόγησε τη πράξη του. Εξοργισμένοι οι ιερείς τον συνέλαβαν και τον παρέδωσαν για να δικαστεί.

Το παρόν στη δίκη έδωσε και ο κύριος του, ο οποίος τον καθύβρισε και τον διέταξε να αρνηθεί τη χριστιανική πίστη και να τελέσει θυσία επί του ειδωλολατρικού βωμού.

"Μπορείς να διατάξεις ό,τι θέλεις και εγώ θα σε υπακούσω. Η πίστη μου όμως είναι εκτός των δικαιωμάτων σου." ήταν η απάντηση του Αγίου. "Ως προς αυτήν ένα και μόνον Κύριον αναγνωρίζω, τον Ιησού Χριστό. Είναι ούτος ο μέγας και παντοτινός μου Κύριος και κατά το σώμα και κατά τη ψυχή. Ουδέποτε δε θέλω τον αρνηθώ."

Ο ειδωλολάτρης ιερέας ακούγοντας αυτά τον χτύπησε σφοδρά. Ο κριτής βλέποντας ότι ο υπόδικος αρνιόταν να προδώσει τη πίστη του, τον καταδίκασε σε θάνατο. Και έτσι ο Άγιος Αιμιλιανός, δούλος κατά τους νόμους των ανθρώπων αλλά ελεύθερος δια της χάρης του Ιησού Χριστού, έλαβε μαρτυρικό θάνατο. Πρώτα μαστιγώθηκε με βούνευρα και έπειτα ρίχτηκε στη πυρά. 

Ο Άγιος Αιμιλιανός επέδειξε πόση ευγένεια ψυχής και πόσο μεγαλείο αποκτούν και οι πιο άσημοι άνθρωποι όταν μιλήσει στη ψυχή τους ο Χριστός και ανάψει στη καρδία το πυρ του θείου ζήλου. 

Το άγιο σώμα του Αιμιλιανού ετάφη στη Ράβδο τη 18η Ιουλίου του έτους 361 μ.Χ. ημερομηνία στην οποία η Εκκλησία μας τιμά τη μνήμη του.